- ὄσσοισι
- ὄσσεthe two eyesneut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὅσσοισι — ὅσος as great as masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄσσοισ' — ὄσσοισι , ὄσσε the two eyes neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… … Dictionary of Greek